θεόφιλος

θεόφιλος
θεόφιλος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Θεόφιλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Βορέας, Θεόφιλος — (Μαρούσι 1873 – Αθήνα 1954). Φιλόσοφος και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής της συστηματικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1912 39 και 1946 49), ιδρυτής του ψυχολογικού εργαστηρίου του πανεπιστημίου (1920) και ακαδημαϊκός (1926). Στη… …   Dictionary of Greek

  • Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε …   Dictionary of Greek

  • Παγκώστας, Θεόφιλος — Bλ. λ. Θεόφιλος, όνομα πατριαρχών Αλεξανδρείας …   Dictionary of Greek

  • Φολένγκο, Θεόφιλος — (Folengo, Μάντοβα 1491 – Καμπέσε Μπασάνο 1544). Ιταλός ποιητής. Από οικογένεια ευγενών, έγινε μοναχός στο τάγμα των Βενεδικτίνων, στο οποίο υπηρετούσαν ήδη οι πέντε αδελφοί του, και άλλαξε το όνομά του από Τζιρόλαμο σε Θεόφιλος. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

  • Χατζημιχαήλ, Θεόφιλος — Λαϊκός ζωγράφος. Bλ. λ. Θεόφιλος …   Dictionary of Greek

  • Βέικος, Θεόφιλος — (Βελβεντό Κοζάνης 1936 – Αθήνα 1995). Καθηγητής φιλοσοφίας. Μέσα από τα κείμενα και τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου κατείχε την έδρα της φιλοσοφίας, ο Β. ανέδειξε τη διαλεκτική, την κριτική και μια εναντίωση στον δογματισμό, με… …   Dictionary of Greek

  • Ερωτικός, Θεόφιλος — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο Ε., επικεφαλής βυζαντινών στρατευμάτων, επιχείρησε να καταστείλει επανάσταση στη Σερβία, αλλά αποκρούστηκε το 1040 από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Βοϊσθλαύο. Το 1043 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’… …   Dictionary of Greek

  • Κορυδαλλεύς, Θεόφιλος — (Αθήνα 1570 – 1646). Φιλόσοφος και κληρικός. Το αρχικό του επώνυμο ήταν Σκορδαλλός, ενδεικτικό της καταγωγής του από τον ομώνυμο –τότε– αθηναϊκό συνοικισμό, τον σημερινό Κορυδαλλό. Σπούδασε στην Αθήνα, αργότερα στο, υπό παπικό έλεγχο, Ελληνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”